English to Greek glossary of aged care terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
Accreditation Standard Two: Health and Personal CareΔεύτερο Πρότυπο Διαπίστευσης: Υγεία και Προσωπική Φροντίδα
Allied health personnelΠροσωπικό συναφών επαγγελμάτων υγείας
Assistance with bathing and personal hygieneΒοήθεια με το μπάνιο και την προσωπική υγιεινή
Lone personΜοναχικό άτομο
Needs - personal needsΠροσωπικές ανάγκες
Personal alarmΣύστημα συναγερμού προσωπικής ασφάλειας, αλάρμ
Personal careΠροσωπική φροντίδα
Personal care planΣχέδιο προσωπικής φροντίδας
Personal care workerΠροσωπικός υπάλληλος φροντίδας
Personal circumstancesΠροσωπική κατάσταση
Personal circumstancesΠροσωπική κατάσταση, συζυγική κατάσταση
Personal independenceΠροσωπική ανεξαρτησία
Personal informationΠροσωπικά στοιχεία
Personal preferencesPersonal preferences
Values - personal valuesΠροσωπικές αξίες

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership