English to Greek glossary of aged care terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
Accreditation Standard Three: Resident LifestyleΤρίτο Πρότυπο Διαπίστευσης: Τρόπος ζωής Οικότροφου
Assisted residentΕνισχυόμενος οικότροφος ιδρύματος
Carer (staff member employed in a residential or community setting)Φροντιστής
Charter of Residents Rights and ResponsibilitiesΚαταστατικός Χάρτης Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων Οικοτρόφων
Compensable ResidentΟικότροφος δικαιούμενος αποζημίωσης
Concessional and Assisted ResidentsΟικότροφοι που δικαιούνται έκπτωσης και ενίσχυσης για την εισαγωγή τους σε ίδρυμα
Concessional ResidentΟικότροφος που δικαιούται έκπτωσης για την εισαγωγή του σε ίδρυμα
High care residentΟικότροφος Υψηλής Φροντίδας
Quality residential servicesΙδρυματικές υπηρεσίες ποιότητας
ResidentΟικότροφος
Resident AgreementΣυμφωνία Οικοτρόφου
Resident ContributionΕισφορά Οικοτρόφου
Resident HandbookΕγχειρίδιο Οικοτρόφου
Resident leaveΑδεια οικοτρόφου
Resident Rights and ResponsibilitiesΔικαιώματα και Υποχρεώσεις Οικοτρόφου
Resident social leaveΚοινωνική άδεια οικοτρόφου
Residential Aged Care Advocacy ServicesΥπηρεσίες Συνηγορίας Ιδρυματικής Φροντίδας Ηλικιωμένων
Residential careΙδρυματική Φροντίδα
Residential Facility/Residential Service/Residential Home/Aged care facility/Aged care home/Facility/HomeΊδρυμα φροντίδας ηλικιωμένων
Residential Home/Residential Facility/Residential Service/Aged care facility/Aged care home/Facility/HomeΊδρυμα φροντίδας ηλικιωμένων
Residential respite careΙδρυματική ανακουφιστική φροντίδα
Residential Service/Residential Home/Residential Facility/Aged care facility/Aged care home/Facility/HomeΊδρυμα φροντίδας ηλικιωμένων
Standard Resident ContributionΒασική Εισφορά Οικοτρόφου
Supported Residential Service (SRS)Υποστηριζόμενη Ιδρυματική Υπηρεσία

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership