English to Greek glossary of aged care terms

Search term or phrase in this TERMinator '. "." . '

Purchase TTMEM.com full membership to search this dictionary
 
 
Share this dictionary/glossary:
 

 
database_of_translation_agencies
 

SourceTarget
Commonwealth Seniors Concession CardΚοινοπολιτειακή Κάρτα Φαρμακευτικής Εκπτωσης για Ηλικιωμένους
Concession - energy concessionΕκπτωση στην κατανάλωση ενέργειας
Concession cardΚάρτα έκπτωσης
Concessional and Assisted ResidentsΟικότροφοι που δικαιούνται έκπτωσης και ενίσχυσης για την εισαγωγή τους σε ίδρυμα
Concessional ResidentΟικότροφος που δικαιούται έκπτωσης για την εισαγωγή του σε ίδρυμα
Pensioner Concession CardΚάρτα Εκπτωσης συνταξιούχου
Tax deductionΦορολογική έκπτωση

Want to see more? Purchase TTMEM.com full membership